κονια(σ)τής

κονια(σ)τής
ο штукатур

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κονια(σ)τής" в других словарях:

  • κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… …   Dictionary of Greek

  • περίπλυμα — τὸ, Α [περιπλύνω] το αποτέλεσμα τού περιπλύνω, απόπλυμα, ξέπλυμα («ἡ κονία περίπλυμα τῆς τέφρας», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • επικονίαση — Το σύνολο των φαινομένων κατά τα οποία οι ώριμοι γυρεόκοκκοι των ανθών μεταφέρονται στο στίγμα των υπέρων για τον εγγενή πολλαπλασιασμό των φυτών. Στην περίπτωση της αυτογαμίας (γονιμοποίηση από γυρεοκόκκους του ίδιου άνθους) η ε. συντελείται από …   Dictionary of Greek

  • Καστριώτης, Γεώργιος — (Αθήνα 1899 – 1969). Γλύπτης. Φοίτησε στη σχολή μηχανικών της Λοζάνης, γρήγορα όμως την εγκατάλειψε για να παρακολουθήσει μαθήματα γλυπτικής στο Παρίσι, όπου φοίτησε στη σχολή καλών τεχνών, σπουδάζοντας ταυτόχρονα και στο εργαστήριο του Αντουάν… …   Dictionary of Greek

  • τσιμέντο — το, Ν 1. (τεχνολ. χημ.) λεπτόκοκκη σκόνη η οποία όταν αναμιχθεί με νερό υφίσταται στερεοποίηση και μετατροπή σε σκληρή μάζα, φαινόμενο που οφείλεται στην ενυδάτωση τών συστατικών της, η οποία δημιουργεί υπομικροσκοπικούς κρυστάλλους ή πηκτώδες… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβληστροειδής — O εσωτερικότερος από τους χιτώνες που αποτελούν τα τοιχώματα του οφθαλμικού βολβού. Είναι χιτώνας αισθητήριος και θεωρείται το κυριότερο μέρος του οργάνου της όρασης, επειδή πάνω σε αυτόν το φως –φυσικό ερέθισμα– μετατρέπεται κατάλληλα ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 19 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης. * * * και ζουγραφιά και ζωγραφιά, η (AM ζωγραφία) [ζωγράφος] νεοελλ. 1. εικόνα ζωγραφισμένη με χρώματα, έργο ζωγραφικής, πολύχρωμη εικόνα 2.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμώνιος — μεταμώνιος, ον (Α) 1. μάταιος, ανωφελής («τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μεταφέρθηκε ψηλά και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, ανεμοφόρητος («κονία μεταμώνιος ἀέρθη», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • διακονιό — το (AM διακόνιον) μσν. νεοελλ. ζητιανιά, επαιτεία αρχ. μσν. 1. το λειτούργημα τού διακόνου 2. η παράπλευρη στην εκκλησία αίθουσα όπου συγκεντρώνονται ο διάκονοι αρχ. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογική της σύνδεση με το… …   Dictionary of Greek

  • θηραϊκός — ή, ό (Α θηραϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή κατοικεί στο νησί Θήρα είτε κατάγεται ή προέρχεται από αυτό, σαντορινιός, σαντορινέικος νεοελλ. 1. φρ. «θηραϊκή γη» η ηφαιστειακή σποδός που καλύπτει τη νήσο Θήρα και που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»